προχρηματίζω

προχρηματίζω
προ-χρημᾰτίζω,
A transact business before,

ἄλλο δὲ π. τούτων μηδέν IG12.57.55

.
II to be formerly styled so-and-so,

-ισάσης ἀπὸ κώμης Τεπτύνεως PTeb.333.3

(iii A.D.), cf. BGU614.3 (iii A.D.).
III of a name, to be mentioned at the beginning,

προχρηματίζειν τὸ τοῦ Διὸς Παναμάρου ὄνομα Supp.Epigr.4.263.17

(Panamara, i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προχρηματίζω — ΜΑ μσν. προφητεύω αρχ. 1. διεξάγω προηγουμένως χρηματικές υποθέσεις 2. (για όν. σε σειρά αναγραφής) αναφέρομαι στην αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρηματίζω «διεξάγω χρηματικές υποθέσεις»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”